Καλή σας ημέρα, ευχαριστώ για την παρουσία σας. Θα προσπαθήσω να κάνω μία κατά το δυνατόν σύντομη και περιεκτική επισκόπηση των δεδομένων τα οποία καθορίζουν πρώτον την αναγκαιότητα της διεξαγωγής επενδύσεων στην χώρα, όσο και αν αυτό φαίνεται αυτονόητο. Και δεύτερον την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, και τελικώς θα κάνω κάποια σύντομη αναφορά στη δυνατότητα των τραπεζών να συνεισφέρουν στον επενδυτικό σκοπό της χώρας.
Είναι αυτονόητο και νομίζω ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση το για ποιο λόγο η χώρα χρειάζεται επενδύσεις. Η δυνατότητα της χώρας να αναπτυχθεί με κινητήριο δύναμη την κατανάλωση, όπως συνέβη την προηγούμενη φορά και με καύσιμο το δανεισμό, είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Ακόμη και αν το επιθυμούσαμε, το οποίο είναι ένα ερώτημα αν το επιθυμούμε διότι ούτως ώστε η συνεισφορά της κατανάλωσης στο ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη και υπάρχουν κάποια όρια στο τι μπορεί να συμβεί με αυτό, δεν νομίζω ότι και οι αγορές θα ήταν διατεθειμένες να χρηματοδοτήσουν μία επέκταση της κατανάλωσης εκ νέου.
Βλέπουμε, αν παρατηρήσει κανείς τη διάρθρωση του σημερινού ελληνικού ΑΕΠ θα δει ότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ παραμένει πρέπει, χαμηλά, γύρω στο 11%, σχεδόν το μισό από αυτό το οποίο είναι ο κανόνας στην ευρωζώνη, 20,9% σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, και η σωρευτική απομείωση των επενδύσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια κατέληξε σε μία πτώση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της χώρας κατά 85 δις σύμφωνα με τιμές του 2010.
Αν λοιπόν, επιθυμούμε να αρχίσουμε σταδιακά, έστω και αργά την διαδικασία σύγκλισης των κατά κεφαλήν εισοδημάτων με την ευρωζώνη, θα πρέπει να επιδιώξουμε μία κατ’ ελάχιστον εξίσωση της συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ με ό,τι ισχύει στην ευρωζώνη και κατά προτίμηση να πάμε και λίγο παραπάνω.
Το γεγονός ότι ακόμη δεν το έχουμε καταφέρει και οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλά, έχει κάποιες πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι αυτή που σας δείχνω στο διάγραμμα στο κάτω μέρος της οθόνης, ότι η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει αδύναμη. Δηλαδή όσο η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας παραμένει αδύναμη, λιγότερο κεφάλαιο συνεργάζεται με συγκεκριμένα ποσά εργασίας, η παραγωγικότητα της εργασίας πέφτει.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ενώ η ανεργία μειώνεται, και έχει φτάσει ήδη στο 17% καταγράφοντας μία σωρευτική μείωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, παρά ταύτα η ποιότητα των θέσεων εργασίας οι οποίες δημιουργούνται δεν είναι η ιδεατή, είναι σε ένα μεγάλο βαθμό εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης ή μερικής απασχόλησης.
Και η δυναμική θα έπρεπε να ενισχυθεί το επόμενο χρονικό διάστημα με στόχευση υψηλότερης ποιότητας θέσεων εργασίας.
Σε ένα άρθρο το οποίο είχαμε δημοσιεύσει πέρυσι, ο ομιλών με τον κύριο Καραμούζη, είχαμε υπολογίσει ότι για να καταφέρει η χώρα να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι θα ξεπερνούν το 3% και να καταφέρει τη σύγκλιση με τα δεδομένα της ευρωζώνης, θα απαιτηθούν ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων σε πραγματικά μεγέθη από 8% έως και 10% για δέκα χρόνια. Είναι μία πρόκληση σημαντική, δεν είναι ένας εύκολος στόχος.
Πώς θα έρθουν αυτές οι επενδύσεις. Δυστυχώς τα ποσοστά αποταμίευσης στη χώρα κυρίως από τα νοικοκυριά παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά, για την ακρίβεια αρνητικά.
Αυτό σε ένα ποσοστό είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της παράτυπης οικονομίας ότι δεν αντανακλώνται πλήρως τα πραγματικά δεδομένα στους εθνικολογιστικούς λογαριασμούς. Σε ένα μεγάλο βαθμό, όμως, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα νοικοκυριά στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα επίπεδο διαβίωσης ανάλωναν αποταμιεύσεις όλα τα προηγούμενα χρόνια με αποτέλεσμα η κατανάλωσή τους να είναι πάνω από τα διαθέσιμα εισοδήματά τους.
Αυτό το κενό μεταξύ της κατανάλωσης και των διαθέσιμων εισοδημάτων σταδιακά κλείνει αλλά ακόμα υπάρχει εκεί. Άρα η διαθεσιμότητα εγχώριων πόρων από την πλευρά των νοικοκυριών για διεξαγωγή επενδύσεων είναι περιορισμένη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις αποταμιεύουν μεν αλλά δεν είναι επαρκές αυτό από μόνο του.
Αυτό καταδεικνύει τη σημασία για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ιδιαίτερα green field επενδύσεων από την αρχή.
Σας δείχνω εδώ πέρα την πορεία των άμεσων ξένων επενδύσεων. Θα δείτε ότι σε σχέση με την δραματική περίοδο του 2015 έχει καταγραφεί μία σημαντική πρόοδος στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Αυτό ήταν αποτέλεσμα κυρίως της επανέναρξης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που είναι η βασική ατμομηχανή προσέλκυσης επενδύσεων στην παρούσα φάση. Παρά ταύτα οι άμεσες ξένες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν περίπου στο ήμισυ του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αυτό καταδεικνύει μία αδυναμία της χώρας. Συσχετίζεται σε ένα βαθμό με την απουσία ορατότητας ως προς τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής. Ελπίζουμε ότι είναι κάτι το οποίο θα αλλάξει στο επόμενο χρονικό διάστημα. Είναι κεντρικής σημασίας όμως να καταφέρουμε να το αλλάξουμε.
Κατά τη γνώμη μου η βασική μεταβλητή στην επίδρασή μας για να το καταφέρουμε αυτό είναι η επίδειξη κυριότητας στην προώθηση των διαφορετικών μεταρρυθμίσεων.
Όπως είπε και ο Υπουργός προηγουμένως το διεθνές περιβάλλον δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε. Μπορούμε να επηρεάσουμε τις βασικές μεταβλητές πολιτικής που έχουμε στην κατοχή μας.
Και μας αρκούν οποιεσδήποτε επενδύσεις; Στην κατάσταση στην οποία είναι η χώρα αυτή τη στιγμή θέλουμε οποιεσδήποτε επενδύσεις. Δεν αρκεί, όμως, η επένδυση σε υλικό κεφάλαιο. Είναι εξίσου σημαντική η επένδυση σε άυλα κεφάλαια, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και knowhow του ελληνικού εργατικού δυναμικού.
Στο πάνω διάγραμμα βλέπετε τις δαπάνες για διεξαγωγή έρευνας και ανάπτυξης, τα R&D στην Ελλάδα σε σχέση με τα ισχύοντα στην ευρωζώνη.
Επιμένω να δείχνω τα ισχύοντα στην ευρωζώνη γιατί είναι η φυσική μας βάση σύγκρισης και εν πάση περιπτώσει ο βασικός εμπορικός εταίρος της χώρας αυτόν που πρέπει να κοιτάξουμε να πλησιάσουμε.
Βλέπετε ότι το R&D στην Ελλάδα είναι περίπου στο μισό σε σχέση με αυτά που ισχύουν στην ευρωζώνη και δυστυχώς η βασική υστέρηση προέρχεται από τις επιχειρήσεις. Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι αυτές οι οποίες επενδύουν λιγότερο R&D σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Αυτό σε ένα σημαντικό ποσοστό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν βασική προτεραιότητα τα προηγούμενα χρόνια την επιβίωσή τους και θεωρούσαν το R&D κατά κάποιο τρόπο μία πολυτέλεια. Σε ένα βαθμό, επίσης, σχετίζεται με το γεγονός ότι οι εξειδικεύσεις της ελληνικής οικονομίας είναι μάλλον στην χαμηλότερη περιοχή, δηλαδή είναι πιο πολύ ένταση της εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση η διεξαγωγή έρευνας και ανάπτυξης δεν είναι μία πολυτέλεια, είναι βασικός όρος επιβίωσης και συμμετοχής της χώρας στην 4η βιομηχανική επανάσταση και είναι μία προτεραιότητα την οποία πρέπει να έχουμε το επόμενο χρονικό διάστημα.
Αντίστοιχη εικόνα θα αποκομίσει κανείς αν δει και τα ψηφιακά προσόντα του πληθυσμού όπου θα δείτε ότι υστερούμε σημαντικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρότι, λοιπόν, τα ελληνικά πανεπιστήμια παράγουν αρκετούς σε αριθμό και σε μερικές περιπτώσεις καλούς υποψηφίους, υστερούμε στο γενικό πληθυσμό σε ψηφιακά προσόντα και είναι ένας δεύτερος τομέας στον οποίο θα έπρεπε να εστιάσουμε λίγο περισσότερο.
Άρα να μην θεωρούμε ότι η επένδυση εξαντλείται στην ανάπτυξη υποδομών ή έστω κάποιων αναπτύξεων σε επιχειρησιακό επίπεδο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό και άυλο κεφάλαιο.
Είναι σε θέση η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις; Η αλήθεια είναι ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές και τους μισθούς τα προηγούμενα χρόνια βελτιώθηκε σημαντικά.
Η βασική βελτίωση καταγράφηκε μέχρι το 2014, οι σχετικοί δείκτες των πραγματικών ισοτιμιών, βασισμένοι είτε στο κόστος εργασίας, είτε στις τιμές, δείχνουν σημαντική βελτίωση της σχετικής ανταγωνιστικότητας της χώρας μέχρι το 2014 και μία στασιμότητα από εκείνο το σημείο και έπειτα.
Μία αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και ως προς την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, δηλαδή τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Αν την μετρήσουμε αυτή, για παράδειγμα, με την κατάταξη της χώρας στο δείκτη doing business της Παγκόσμιας Τράπεζας θα δούμε και πάλι μία σημαντική βελτίωση μέχρι το 2014 και μία σχετική στασιμότητα εφεξής.
Παρόλα αυτά η απόσταση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει με τα ισχύοντα στην μέση ευρωπαϊκή χώρα ή στη μέση χώρα μέλος του ΟΟΣΑ, εξακολουθεί να είναι σημαντική. Άρα υπάρχει μία απόσταση να καλύψουμε ακόμα εκεί.
Οι δυσκολίες οι οποίες υπάρχουν στο επενδυτικό περιβάλλον, δηλαδή η ημιτελής, ακόμη, πρόοδος στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οι δυσκολίες της δημόσιας διοίκησης του να υποστηρίξει το επιχειρείν, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, όλα αυτά τα οποία ορίζουν, εν πάση περιπτώσει, το επενδυτικό περιβάλλον είναι παράγοντες οι οποίοι δεν επιτρέπουν στην χώρα να εκμεταλλευτεί πλήρως την πρόοδο την οποία έχει καταγράψει στην ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές.
Και είναι κάτι στο οποίο ελπίζουμε ότι η επιμονή της Κυβέρνησης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα δώσει απάντηση στο επόμενο χρονικό διάστημα.
Η δυνατότητα της χώρας να προσελκύσει επενδύσεις καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό, επίσης, και από την επενδυτική της βαθμίδα. Τα προηγούμενα χρόνια και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης αναβάθμισαν την χώρα επί τη βάσει της προόδου η οποία έχει καταγραφεί στη δημοσιονομική της επίδοση, στην οικονομική ανάπτυξη και στην έξοδο από τα προγράμματα προσαρμογής. Παρά ταύτα γνωρίζετε όλοι ότι η χώρα εξακολουθεί να είναι σε διαβάθμιση κατώτερη της επενδυτικής.
Η εκτίμησή μας είναι ότι δύσκολα θα επανέλθουμε σε επενδυτική βαθμίδα πριν το τέλος του 2020 αλλά δεν θεωρούμε ότι αναγκαστικά είναι και η λυδία λίθος για την αύξηση της ελκυστικότητας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Τα βασικά είναι αυτά τα οποία, κατά τη γνώμη μου, ήδη ανέφερα και νομίζω ότι η βελτίωση η οποία παρατηρείται καταγράφεται ήδη σε ένα βαθμό στο ράλι το οποίο καταγράφουν τα ελληνικά ομόλογα, στην μείωση των αποδόσεών τους το οποίο αντανακλά τη μείωση του κινδύνου χώρας. Υπάρχει όμως πρόοδος ακόμα να σημειωθεί.
Θα κλείσω με μία αναφορά στη δυνατότητα των τραπεζών να διευκολύνουν την προσέλκυση και τη διεξαγωγή επενδύσεων.
Οι ελληνικές τράπεζες μετά από κοπιώδεις προσπάθειες τα προηγούμενα χρόνια και ανακεφαλαιοποιήσεις έχουν σήμερα επαρκή, επαρκέστατη σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκώς ισχύοντα κεφαλαιακή επάρκεια και επιπροσθέτως έχουν βελτιώσει πάρα πολύ σημαντικά τη θέση της ρευστότητάς τους.
Στο αριστερό διάγραμμα βλέπετε ότι το κενό μεταξύ συνολικών δανείων και αποταμιεύσεων κλείνει με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό είναι αποτέλεσμα συνδυαστικό εν μέρει της συνεχιζόμενης απομόχλευσης η οποία όμως δεν είναι τόσο πραγματική απομόχλευση όσο αποτέλεσμα των ενεργειών, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει μία επιστροφή καταθέσεων. Γύρω στα 8 δις καταθέσεις επέστρεψαν στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2018, γύρω στα 5 δις μέχρι τον Αύγουστο της παρούσας χρονιάς και συνεχίζεται. Όσο η ανάπτυξη κερδίζει βήμα η προσέλκυση καταθέσεων και αυτή θα κερδίζει βήμα.
Ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης ήταν η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, των capital controls που σημειώθηκε τον προηγούμενο μήνα.
Και επιπλέον η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών ενισχύεται από τη δυνατότητά τους να προβαίνουν σε πράξεις στη διατραπεζική αγορά. Αυτή τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες κάνουν ρέπος αξίας 22 δισεκατομμυρίων με ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες κατά κύριο λόγο.
Και θα μπορούσαν, στο βαθμό στον οποίο υπάρχει πραγματική ζήτηση για επενδυτικά σχέδια, να αυξήσουν και περαιτέρω τη ρευστότητά τους.
Άρα δεν θεωρώ ότι η ρευστότητα είναι ο βασικός περιορισμός αυτή τη στιγμή για τη δυνατότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει επενδύσεις.
Βλέπετε την εξάρτηση από το ευρωσύστημα για ρευστότητα. Ο ELA της Τράπεζας της Ελλάδος έχει εξαφανιστεί από τις αρχές του έτους. Και η εξάρτηση στην ECBΑ είναι μόλις στα 8 δις, αν συγκρίνει κανείς την κατάσταση με 126 δις εξάρτηση από το ευρωσύστημα για ρευστότητα το 2015 είναι δραματική η πρόοδος. Άρα δεν είναι η ρευστότητα το βασικό πρόβλημα.
Θα πει κανείς: ΟΚ, υπάρχει ρευστότητα αλλά σε τι κόστος παρέχεται αυτή η ρευστότητα.
Σας δείχνω στο διάγραμμα τα επιτόκια δανειοδότησης των επιχειρήσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός ότι λόγω της κρίσης η οποία ταλάνισε τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, της δυσκολίας ή και της πλήρους αδυναμίας των τραπεζών, του κράτους και των επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές, είχε υπάρξει μία αύξηση του κόστους δανεισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Βλέπετε όμως στο διάγραμμα ότι σε σχέση με το χειρότερο σημείο του 2011-2012 έχει υπάρξει μία πολύ σημαντική μείωση στο κόστος της δανειοδότησης της τάξεως των 3 ποσοστιαίων μονάδων, 300 μονάδων βάσης. Και η πορεία συνεχίζει να είναι πτωτική.
Δηλαδή όσο η πρόσληψη των επενδυτών για τον κίνδυνο χώρας βελτιώνεται, όσο ενισχύεται η πίστη τους στη συνέχεια των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όσο η οικονομική ανάπτυξη κερδίζει χώρο υπάρχει η δυνατότητα για περαιτέρω συμπίεση του κόστους το οποίο χρεώνει τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες το μεταφέρουν αυτό στους δανειζόμενους, στις επιχειρήσεις, και επομένως αυτό θα συνεισφέρει δραματικά στο να καταστούν περισσότερα επενδυτικά σχέδια βιώσιμα.
Γνωρίζετε καλύτερα από τον καθένα ότι η βασική παράμετρος για την βιωσιμότητα των επενδυτικών σχεδίων είναι το κόστος του κεφαλαίου. Άρα υπάρχει χώρος για περισσότερη βελτίωση εδώ πέρα.
Υπάρχει μία σημαντική πρόκληση και δεν πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, την οποία έχουν ακόμη να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Αυτή είναι το στοκ των μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο θέτει περιορισμούς στη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πολύ μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με τα ισχύοντα στην ευρωζώνη. Ωστόσο αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για να μειώσουν νωρίτερα από ό,τι έχει συμφωνηθεί με τον επόπτη , τον SSM, αυτά τα στοκ και μέχρι στιγμής υπεραποδίδουν έναντι των στόχων.
Θα κλείσω, όμως, με το εξής. Στην πραγματικότητα η βασικότερη παράμετρος η οποία αυτή τη στιγμή μειώνει την πίστωση προς τις επιχειρήσεις, δεν είναι η πλευρά της προσφοράς, είναι η πλευρά της ζήτησης.
Η ζήτηση εξακολουθεί να είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τα ισχύοντα προ κρίσεως. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα επιχειρηματικά δάνεια αλλά μπορώ, για παράδειγμα, να σας πω ότι η ζήτηση για στεγαστικά είναι περίπου 80% κάτω σε σχέση με τα ισχύοντα στο peak του 2007 ή του 2008 πριν την κρίση.
Και τα επενδυτικά σχέδια τα οποία κατατίθενται στις ελληνικές τράπεζες προς χρηματοδότηση, παρότι αυξημένα σε σχέση με πέρσι ή πρόπερσι, εξακολουθούν να είναι χαμηλά. ΄
Επομένως νομίζω ότι βασικό είναι να αρχίσει να παίρνει βήμα η οικονομική ανάκαμψη. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στον προηγούμενο κύκλο ανάπτυξης ο οποίος έτρεξε με καύσιμο το δανεισμό και ακολούθησε η ανάπτυξη σε ένα στρεβλό τρόπο, αυτή τη φορά θα πρέπει να τρέξει η ανάπτυξη, να δημιουργήσει αυτό ένα καλύτερο επενδυτικό περιβάλλον και να βοηθήσει και το credit να τρέξει το οποίο θα ανατροφοδοτήσει την ανάπτυξη σε δεύτερο βαθμό. Θα είναι δηλαδή ένας δείκτης ο οποίος θα ακολουθήσει με χρονική υστέρηση και όχι πρόδρομος δείκτης αυτή τη φορά το credit στην ελληνική οικονομία.
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση δεν είναι και τόσο κακό αυτό. Είναι ένας δείκτης ότι αυτή τη φορά η επενδυτική και αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας θα γίνει σε μία πιο βιώσιμη βάση σε σχέση με τα ισχύοντα στο παρελθόν.
Ευχαριστώ πολύ.